Σελίδες

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

όνειρο


Όνειρο

Μια φορά  κι έναν καιρό ένα παιδί είδε όνειρο.
Σηκώθηκε κι έμεινε καθούμενο για ώρα στο κρεβάτι.
Τον είδε η μάνα του και  του λέει:
-Τι έπαθες, πουλάκι μου; Που τρέχει ο λογισμός σου;
-Μάνα, είδα όνειρο.
-Πες μου τ’ όνειρο σου.
-Τσου.
-Πες μου, καλέ μου, τ’ όνειρό σου!
-Δε στο λέω.
- Πες το μου, γιατί θα σε πιάσω και … θα σου πω, εγώ!
- Δε στο λέω, δε στο λέω, δε στο λέω.
Πάει η μάνα να το πιάσει να του δώσει ένα χέρι ξύλο που της αντιμίλησε,
βγαίνει το παιδί από την πόρτα. Κι όλο τρέχει και τρέχει, χάνεται. Κρύβεται στο δάσος.

Περπατάει κι όλο περπατάει, ώσπου νυχτώνει. Δροσερεύει και κρυώνει.
Ψάχνει το παιδί μέρος για να κοιμηθεί. Βλέπει παρακάτω ένα φωτάκι.
Πλησιάζει, βλέπει ένα καλύβι. Χτυπά την πόρτα. Του ανοίγει μια γριά.
-Μπα, και καλώς το μου.
-Γεια σου, καλή κυρά.
-Πέρνα στο φτωχικό μου. Τι  λαχταρά η αφεντιά σου; Να φας, να πιεις, να κοιμηθείς;
-Ναι, γιαγιάκα, να χαρείς, γιατί έφυγα από το σπίτι και κρύφτηκα της μάνας μου.
-Γιατί; Τι  έτρεξε;
-Να. Το και το. Είδα όνειρο. Και δεν ηθέλησα να της το πω.
Γυάλισε το μάτι της γριάς.
-Κοιμήσου απόψε δω, και τα λέμε το πουρνό.
Κοιμήθηκε το παιδί, ξύπνησε, χαρά Θεού.
-Καλημέρα γιαγιά.
-Καλημέρα παιδί μου! Κοιμήθηκες καλά;
-Ναίσκε. Κι είδα και τ’ όνειρο.
-Πάλε; Πες μου τ’ όνειρό σου να σε χαρώ.
-Όι. Δε στο λέω.
-Πες μου τ’ όνειρό σου, κι εγώ…. Μμμ… Ορίστε,  θα σου δώσω τη βεντάλια μου. Που ‘ναι μαγική και σαν την κουνήσεις πετάς, και πας όπου θες. Πες το μου.
-Πρώτα τη βεντάλια κυρά, κι απέ σου το λέω.
-Πάρε την καλόπαιδο. Τώρα, το λοιπό, πες μου τ’ όνειρό σου.
-Μωρέ πριτς. Δε στο λέω, δε στο λέω, δε στο λέω.
Και πιάνει και κουνάει τη βεντάλια, και πετάει ψηλά και φεύγει, κι απόμεινε η γριά να τονε κοιτά.

Πετούσε το παιδί πάνω από τις πολιτείες, και πετούσε, ώσπου έφτασε πάνω από τη θάλασσα. Κουνούσε ολοένα τη βεντάλια, αλλά δεν ένιωθε το χέρι του από τον πόνο.
Λέει, αχ. Ας ήταν τώρα μια στεριά να κατεβώ, ν’ αράξω.
Κοιτάει πιο καλά, να τηνε η στεριά. Ένα τόσο δα νησάκι. Κατεβαίνει.
Πάει να πατήσει γλιστρά και πέφτει κάτω.
-Μπα και καλώς το μου. Μιλάει το νησί που δεν ήτανε νησί αλλά φάλαινα. Πως από δω;
-Που να στα λέω. Για όλα φταίει εκείνο τ’ όνειρο που είδα.
-Όνειρο. Για πες μου το να τ’ ακούσω κι εγώ.
-Α, δεν το λέγω σε κανένα..
-Πες μου τ’ όνειρό σου, κι εγώ… Όφου… Να, πιο πίσω από το μάτι μου έχω μια βελονίτσα. Θα στηνε δώσω, γιατί όποιος την κατέχει μπορεί να ξαναδώσει ζωή σ’ όποιον κοιμήθηκε ύπνο βαθύ.
-Πρώτα τη βελόνα κυρά, κι απέ σου το λέω.
-Πάρε την καλόπαιδο. Τώρα, το λοιπό, πες μου τ’ όνειρό σου.
-Δε σφάξανε. Δε στο λέω, δε στο λέω, δε στο λέω.
Κουνάει τη βεντάλια πάλε και πάλε, και μην τον είδε η φάλαινα.

Ταξίδεψε και είπε να ξεκουραστεί σ’ ένα παλάτι.
Μπαίνει μέσα, ησυχία. Μούτρα κατεβασμένα, μάτια δακρυσμένα, όλοι μέσα στη στενοχώρια ήτανε. Ρωτάει από δω, του απαντούνε από κει… Η βασιλιοπούλα.
Είναι μαγεμένη, και κοιμάται του καλού καιρού, χρόνια τώρα. Κανείς δεν μπορεί να την κάνει καλά. Γιατροί μπαίνουν, γιατροί βγαίνουν και το γιατρικό δε φέρνουν.
- Θέλω να δω το βασιλέ, λέει το παιδί.
-Ορίστε, λέει ο βασιλές. Που βρέθηκες εσύ εδώ;
-Που να στα λέω. Για όλα φταίει εκείνο τ’ όνειρο που είδα.
-Όνειρο; Για πες μου να τ’ ακούσω κι εγώ…
-Να με συμπαθάς,  βασιλέ, το όνειρό μου δεν το λέγω σε κανένα.
-Πες μου τ’ όνειρό σου,  αλλιώς θα σε κλείσω στη φυλακή.
-Αν μ’ αφήσεις να δω την κόρη σου για λίγο, θα στο πω τ’ όνειρό μου.
-Ας γίνει το θέλημά σου.

Πάει και βρίσκει τη βασιλιοπούλα: έμορφη, γλυκειά  και κοιμούντανε σε χρουσό κρεβάτι. Βγάνει τη βελονίτσα και της τσιμπά το μπράτσο. Ξυπνάει αυτή, ξεμούδιασε. Έλαμψαν τα μάτια της και κοκκίνισαν τα μάγουλά της. Πάνε μαζί στο βασιλέ.
-Κορίτσι μου, χρυσάφι μου. Αγκαλιάζει ο βασιλές την κόρη του. Ποιος σε έκαμε καλά;
-Εγώ, βασιλέ μου.
-Να είσαι καλά. Τη γλίτωσες τη φυλακή. Λοιπόν; Θα μου πεις τ’ όνειρό σου;
-Δεν το λέγω τ’ όνειρό μου.
-Τη σηκώνεις τη φυλακή!  Σκας άνθρωπο! Το υποσχέθηκες. Έδωσες το λόγο σου.
-Ας είναι. Δε θα σου πω το όνειρό μου. Αλλά… θα σου πω πως τελειώνει.
-Πως τελειώνει τ’ όνειρό σου;
-Παντρεύομαι τη βασιλιοπούλα.

-Τηνε παντρεύτηκε στο τέλος τη βασιλιοπούλα;
-Τηνε παντρεύτηκε.


 Ήμουνα κι εγώ εκεί, σ’ ένα περβόλι, είχα κάτσει κάτω από μια λεϊμονιά, σε πολύχρωμα πανιά. Ήτανε και τα παιδιά μου, το ‘να μου το βυζανιάρικο στο σακούλι, και το άλλο το ξεπεταγμένο, κι ο άντρας μου, κι άλλοι πολλοί, παιδιά και μεγάλοι που ήταν κάποτε παιδιά, κι ήμασταν και φίλοι. Παραμύθια λέγαμε, μέρα μεσημέρι. 
Μα φαΐ δεν είχαμε, κι ούτε στάλα νερό να βρέξουμε το στόμα μας, 
κι έτσι δεν κάτσαμε πολληώρα.

Τούτο δω είναι το μόνο, που μεινε στη μνήμη. Σαν όνειρο. 
Και το λέγω, και το ξαναλέγω κι όλο το αλλάζω, όπως με βολεύει. 
Κι έχω κι άλλα όνειρα. Δικά μου. Αλλά δεν τα γράφω... ακόμα.

------
Μια συμβουλή ολόιδια με το παραπάνω παραμύθι. 
Μου την είχε πει ένας συνεργάτης, καλή του ώρα, σε ανύποπτη στιγμή.
Δωρεάν φυσικά, και με όλη του την καρδιά.

Ποτέ μη λες τα όνειρά σου, πριν τα πραγματοποιήσεις.
Ένας να βρεθεί να σ’ αποθαρρύνει, και για καλό ακόμη, … τελείωσε.