Σελίδες

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

καλλιτεχνία




Υπάρχουν πράγματα που πασχίζεις να κατακτήσεις
   κι όμως ποτέ τους δεν σου δίνονται. 
Υπάρχουν και τόσες λαμπρές ευκαιρίες που επιμένουμε να προσπερνάμε,
Υπάρχει τόση αγνότητα που μας περιμένει να την μεταδώσουμε. 
-------------------------------------


montrian
κλεμμένο έργο από την Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας*




Τα μικροσκοπικά κομμάτια ... συμπληρωματικά. 
Σε βοηθά το σχήμα τους, 
η συνέχεια των γραμμών και των χρωμάτων. 
Βρίσκεις τη σωστή τους θέση.
Τα αρμόζεις. 

Ολοκληρώνεις την εικόνα.
Ίσως το κατάλληλο λειτούργημα για σένα: 
η συντήρηση των έργων τέχνης.
Να σταματάς τη φθορά των αγαλμάτων.
Να ζωντανεύεις χρώματα απ' τις παλιές εικόνες.
Να ενώνεις κομματάκια από τ' αγγεία. 
Να βοηθάς την οικουμένη να τα δει ξανά. 

Ένας σωρός οι βάρβαροι, 
με τα χοντρά τους άρβυλα, 
συνθλίβουν των παιδιών μας τον πολιτισμό.
Στα νιάτα τους με μούσκουλα καυχιόνται,
στα γηρατειά τους έχουν μέγα πάχος,
τίποτα πια δεν τους γεμίζει την καρδιάν το(υ)ς.
Ούτε κι αυτά τα τόσα έργα τέχνης,
που πάνε κι αγοράζουνε με τα καντάρια.

Υπήρχε κάποτε ένας δον Κιχώτης
ισχνός κι ασθενικός κι ατσούμπαλος, σαν καλλιτέχνης.
Τόσο χαριτωμένος στους αιώνες, 
χαροπαλεύει μια ζωή για μια αγάπη κι έναν ανεμόμυλο.
 Αθόρυβα, αχνά δούλευε τη γραφίδα του ο Θερβάντες.
Το ξέρεις πως είχε χάσει στο Ναυαρίνο το 'να του το χέρι;

 
Κι αν η ζωή μας δεν είναι μια ταινία;
Αν η ζωή μας είναι μια εικόνα, έτσι δα κατακερματισμένη,
και ψάχνουμε ολοένα στα συντρίμμια;
Τις υψηλότερες στιγμές ο χρόνος θα τις κρίνει.
Ποιο χέρι μας είν' το καλό και ποιο το σκάρτο.
Γι' αυτό εσύ αν έχεις δύο χέρια, 
κάνε το καλό. 

Να ενώνεις τα κομμάτια.
Να βρίσκεις σ' όλα ένα νόημα.
Κι αν όλα αυτά τ' αστέρια, 
που κάποιοι εκάμαν με τα χέρια τους,
                                  σβήσουν από τα πόδια κείνων 
που δεν είχαν μάτια διψασμένα,
όλο και κάποιο ψήγμα θα γλιτώσει, μη σε νοιάζει...
Κάποιο παιδί ψάχνοντας για το τόπι του,
κάποιος σκουντούφλης "άτυχος",
μέσα στη χούφτα, πάλι, θα το καμαρώσει.



 * έργο του Ολλανδού ζωγράφου Πιέτ Μοντριάν το οποίο φιλοτεχνήθηκε το 1905 και απεικονίζει ένα τυπικό ολλανδικό τοπίο με ανεμόμυλο κατά μήκος ενός ποταμού. Το έργο έχει διαστάσεις 35Χ44 εκατοστά. Στην Εθνική Πινακοθήκη έφθασε κατόπιν δωρεάς του Αλέξανδρου Παππά, ο οποίος το είχε αγοράσει το 1963. Πηγή εικόνας και παραπομπής

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

εφιάλτες

                                             
                                                   Σας προσκαλώ να τους ξεδιαλύνουμε μαζί στο φως της μέρας.


ψάχνοντας για εικόνες βρέθηκα σε αυτή την παράλληλη πραγματικότητα.



Κουράστηκα στο όνειρό μου.
Ήταν φορές που - στ' αλήθεια - ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται.
Είδα ότι περπατούσα χωρίς σταματημό.
Στην αρχή πάταγα στρωτά, μα ύστερα, 
απ' την κούραση, μου ξέφευγε και κλώτσαγα τις πέτρες.
Μπροστά μου είχα να περπατούν τα παιδιά. Πώς αλλιώς;
Κάποτε θυμόμουν πως διαμαρτύρονταν, αλλά φαινόταν πως πια είχανε συνηθίσει.
Διανύσαμε μεγάλη απόσταση, σ' αυτή την άγονη γη. Ύστερα φτάσαμε σε μια πόλη.
Πονούσανε τα πόδια μου - και τα παπούτσια μου τι να μου κάνουν; τρύπια ήτανε κι αυτά. 
Παγώνανε τα δάχτυλά μου. Συνέχιζα την πορεία μου, όλο μπροστά.

Διψούσαμε. Ξερό ήτανε το στόμα μας.
Κι από ποιον να ζητήσουμε νερό; Να ‘βλεπες πως μας κοιτούσαν! Βρύσες στο δρόμο, δεν υπήρχαν.
Πεινούσαμε. Οι πόρτες, όλες κλειστές. Ψάχναμε να βρούμε φρούτα στα δέντρα για να κόψουμε.
Αν δε χορταίναμε, στεκόμασταν έξω από μαγαζιά. Δε ζητιανεύαμε.
Πηγαίναμε και περιμέναμε στην πίσω πόρτα.
Μας βλέπανε οι από μέσα. Αν δε μας έδιωχναν, περιμέναμε. 
Όταν αδειάζανε απ' τη δουλειά, μας βγάζανε ό,τι αποφάγια είχανε. 
Φαίνεται πως ήταν σύστημα αυτή η ιστορία. Δεν ευχαριστούσαμε πια. 
Δεν ανταλλάζαμε κουβέντα. Μόνο πέφταμε να τρώμε με τα χέρια μας. 
Κοίταξα έπειτα τα χέρια μου, ελεεινά. Έκανα νόημα στους μάγειρους και βγάζανε έναν κουβά.  
Πρώτα πίνανε τα παιδιά να ξεδιψάσουν, μετά εγώ, μετά πλέναμε χέρια, λαιμό και τελευταίο το στόμα. 
Δεν τρώγαμε από τα σκουπίδια. Δε θέλαμε. Άλλοι έτρωγαν.
Συναντούσαμε κι άλλους εκεί. Βγάζαμε με βια όλα τα ρούχα, ρίχναμε ένα βλέμμα και τ' αφήναμε έξω από τους κάδους για να τα βρούνε κι άλλοι. Παπούτσια; Έψαχνα με μανία για παπούτσια.
Όλα μου ήτανε μικρά, στενά.

Δεν κλέβαμε. Τουλάχιστον δε το βλέπαμε εμείς έτσι.
Δεν απλώναμε το χέρι μας, όσο το θυμάμαι. Μόνο ψάχναμε. Κυνηγούσαμε. 
Όταν βρίσκαμε κάτι όμορφο, κι είχαμε μαζί μας το καρότσι, το βάζαμε πάνω.
Μας κοιτούσαν οι περαστικοί, με οίκτο, με φόβο, με σιχαμάρα.
Θα έφταιγε το χρώμα μας που ήταν άλλο χρώμα. Δεν ήμασταν από κείνα τα μέρη.
Ποιος ξέρει από που βρεθήκαμε σε τούτη τη χώρα.

Στην αρχή τα καταφέρναμε. Μα έπειτα αρχίσανε να μας διώχνουν. Να μας κυνηγάνε.
"Ζώα" μας φώναζαν στη γλώσσα τους, σαν να μην ήμασταν άνθρωποι, μα σκυλιά. 
Κι άλλα πολλά μας λέγανε, που δεν καταλαβαίναμε.
Στο τέλος μας απείλησαν. Πρώτα με πέτρες οι θρασύδειλοι, κι έπειτα με ξύλα.
Ένας τους έβγαλε από τη ζώνη του μαχαίρι. Σκέφτηκα την ιδέα να χαθώ εγώ και να μείνουν μόνα τα παιδιά. Ή να μου αρπάξουν κανένα παιδί να με απειλήσουν. 
Τραβούσα τα παιδιά με όλη μου τη δύναμη και οπισθοχωρούσα. 
Μόνο ο Θεός θα μπορούσε να μας λυπηθεί.

Συμβαίνει μόνο στα όνειρα. 
Άρχισε η να βρέχει! Απότομα και δυνατά.
Σκορπίστηκαν διαμιάς. Μείναμε μόνοι.

Μας άφησαν στην ησυχία μας. Στην αναζήτησή μας. Στο μακρύ μας δρόμο.
Εμείς θα περπατούσαμε ξανά. Τα ρούχα θα στεγνώναν πάνω μας.


--------------------------------------------------
Έχω γίνει πιο δυνατός άνθρωπος.
Σε άλλες περιπτώσεις, το όνειρο θα κοβόταν στο μαχαίρι.
Κι όμως, σαν να πήρα βαθιά ανάσα, πιέστηκα να μείνω να ζήσω τη συνέχεια.
Ξύπνησα παραμιλώντας. Αυτά που έλεγα μοιάζανε κάπως έτσι.

"Λένε πως τελειώνει το νερό, πως το φαγητό δε φτάνει για όλους.
Τα πράγματα δεν είναι όπως ήτανε.
Όταν περπατάς όλη μέρα, δεν μπορείς να έχεις μαζί σου πολλά πράγματα.
Πρέπει να διαλέξεις.
Το μυαλό και το κορμί σου, σίγουρα. Το μάτι σου, που κόβει.
Ταπεινοφροσύνη και περηφάνια συνάμα.
Ξύλα δεν θα φέρεις μαζί σου, ούτε και τις πέτρες σου.
Ένα μαχαίρι ναι, είναι χρήσιμο για πολλά.
Τα χρυσά, τα χρήματα και οι σφαίρες θα σου τελειώσουν γρήγορα.

Θα τα βρουν μπροστά τους όλα αυτά.
Τα σκουπίδια. Το μακρύ το δρόμο.
Θα μας βρουν μπροστά τους.
Θα είμαστε πιο έτοιμοι, πάντα ένα βήμα πιο μπροστά.
Δεν θα έχουμε το χρόνο να τους μάθουμε πως να επιβιώνουν. 
Δε θα ‘χουμε το χρόνο ούτε να τους κοιτάξουμε.
Ούτε ν' ακούσουμε την απολογία τους, για κείνο το "ζώα".
Δεν υπάρχει ντροπή. 
Ούτε να ντρέπονται δεν θα προλαβαίνουν.
Όπως και μεις..."